- πονέσαν
- πονέωwork hardaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεφροκουράζομαι — (Μ) κουράζομαι, παραλύω, «πιάνονται» τα μέλη μου (πρβλ. τη νεοελλ. φράση «με πόνεσαν τα νεφρά μου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρό + κουράζομαι] … Dictionary of Greek